αθυμιατος

αθυμιατος
    ἀθυμίατος
    ἀ-θῡμίᾱτος
    2
    неиспаряющийся Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αθυμιατος" в других словарях:

  • αθυμίατος — ἀθυμίατος, ον (Α) αυτός που δεν αναδίδει αναθυμιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θυμιατὸς < θυμιῶ (= θυμιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • ἀθυμίατον — ἀθυμίατος which cannot exhale masc/fem acc sg ἀθυμίατος which cannot exhale neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυμιάτου — ἀθυμίατος which cannot exhale masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυμιάτων — ἀθυμίατος which cannot exhale masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»